- Ὀρθάγορᾳ
- Ὀρθάγοραι , Ὀρθαγόρηςmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ὀρθαγόρᾳ — Ὀρθαγόρᾱͅ , Ὀρθαγόρης masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθαγόρᾳ — ὀρθαγόραι , ὀρθαγόρας masc nom/voc pl ὀρθαγόρᾱͅ , ὀρθαγόρας masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀρθαγόρας — Ὀρθαγόρᾱς , Ὀρθαγόρης masc acc pl Ὀρθαγόρᾱς , Ὀρθαγόρης masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθαγόρας — ὀρθαγόρᾱς , ὀρθαγόρας masc acc pl ὀρθαγόρᾱς , ὀρθαγόρας masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀρθαγόραν — Ὀρθαγόρᾱν , Ὀρθαγόρης masc acc sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθαγόραν — ὀρθαγόρᾱν , ὀρθαγόρας masc acc sg (attic epic doric aeolic) ὀρθαγόρας masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορθαγορίσκος — ο (Α ὀρθαγορίσκος) νεοελλ. ζωολ. γένος ψαριών που το γνωστότερο είδος του έχει την κοινή ονομασία φεγγαρόψαρο αρχ. 1. χοιρίδιο που ακόμη θηλάζει 2. είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει προέλθει από το όν. τού τυράννου … Dictionary of Greek
Ορθαγορίδες — Δυναστεία τυράννων στην αρχαία Σικυώνα (676 566 π.Χ.). Το όνομά τους το πήραν από τον ιδρυτή της δυναστείας Ορθαγόρα ή Ανδρέα. Κυριότερος από τα μέλη της δυναστείας υπήρξε ο περίφημος Κλεισθένης, που διοίκησε τη Σικυώνα επί 31 χρόνια. Οι O., με… … Dictionary of Greek